Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Ἀληθής ταπεινοφροσύνη




"Ἀληθὴς δὲ ταπεινόφρων οὐχ ὁ μηδεμίαν ἔχων ἀξίαν πρὸς ἔπαρσιν, ἀλλ' ὁ ἀρετὰς ἔχων καὶ μεγάλα φρονεῖν δυνάμενος, μὴ ἐπαιρόμενος δὲ ἐπὶ ταύταις, ἀλλ' ἐξ ἐπιγνώσεως ἑαυτοῦ ταπεινοφρονῶν, οὗτος ἀληθὴς ταπεινόφρων. Ταπεινοφροσύνη δὲ ἀληθὴς τοῦτό ἐστιν, ὅταν τις μέγας ὤν, ἑαυτὸν ταπεινοῖ". 



Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, "Τὸ γνῶθι σαυτόν", σ. 142

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Περί Θείου Ἔρωτος



Ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι τέλεια ἀγάπη τοῦ Θείου, ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς ἄπαυστος πόθος τοῦ Θείου. Ὁ θεῖος ἔρωτας γεννιέται σὲ μία καρδιὰ ποὺ ἔχει καθαριστεῖ, διότι σὲ αὐτὴν ἐπιφοιτᾷ ἡ θεία χάρη. Ὁ ἔρωτας τοῦ Θείου εἶναι θεῖο δώρημα στὴ ψυχὴ ποὺ ἐργάζεται ἁγνότητα (προφυλάγεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία), καὶ ἔχει δωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεία χάρη ποὺ ἔχει ἐπιφοιτήσει καὶ ἀποκαλυφθεῖ σὲ αὐτὴν τὴν ψυχή. Ὁ θεῖος ἔρωτας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς θεία ἀποκάλυψη, διότι ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει δεχτεῖ ἀποκάλυψη, δὲν μετεῖχε καὶ στὴν ἐπίδραση τῆς χάρης κι ἔτσι μένει ἀπαθὴς πρὸς τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἑπομένως, ἀδύνατον νὰ γεννηθεῖ θεῖος ἔρωτας χωρὶς νὰ ἔχει ἐπενεργήσει ἡ θεία δύναμη στὴν καρδιά. Ὁ θεῖος ἔρωτας εἶναι ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος ποὺ ἐνοικεῖ στὴν καρδιὰ κάποιου.


Οἱ ἐραστὲς τοῦ Θείου ἑλκύστηκαν στὸν θεῖο ἔρωτα ἀπὸ τὴν θεία χάρη ποὺ ἐπενέργησε στὶς καθαρές τους καρδιές, ἡ ὁποία θεία χάρη ἀποκαλύφθηκε στὴ ψυχὴ καὶ τὴν ἕλκυσε πρὸς τὸν Θεό! Ὁ ἐραστὴς τοῦ Θείου πρῶτος αὐτὸς ἀγαπήθηκε μὲ θεῖο ἔρωτα ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ἔπειτα αὐτὸς ἐρωτεύτηκε τὸ Θεῖο. Ὁ ἐραστὴς τοῦ Θείου πρῶτα ἔγινε ὁ ἴδιος υἱὸς ἀγάπης κι ἔπειτα ἀγάπησε τὸν οὐράνιο Πατέρα!


Ἡ καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ ἔχει ἐρωτευτεῖ τὸν Κύριο ποτὲ δὲν ἐπαναπαύεται ἀλλὰ πάντα βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση, ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου ἔρωτα ποὺ τρέφει. Ὁ ἄνθρωπος ἐπαναπαύεται ἐξαιτίας τῆς ἀνάγκης τῆς φύσης του, ἐνῷ ἡ καρδιὰ ποὺ ἔχει ἐγρήγορση ὑμνεῖ τὸ Θεῖο.


Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέει γιὰ τὸν πνευματικὸ ἔρωτα: «Ἔτσι λοιπὸν εἶναι ἐπιτακτικὸς ὁ πνευματικὸς ἔρωτας, ἀφοῦ δὲν ἐπιτρέπει σὲ τίποτα νὰ τριγυρίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν κάθε εὐκαιρία, ἀλλὰ πάντα ἐνυπάρχει στὴν ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ ἀγαπάει καὶ δὲν ἐπιτρέπει σὲ καμιὰ θλίψη ἢ ὀδύνη νὰ ἀπασχολεῖ καὶ νὰ περιτριγυρίζει τὴν ψυχή».


Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἐρωτευθεῖ τὸν Θεό, προσκολλᾶται στὸν Θεὸ μὲ σταθερότητα καὶ Αὐτὸν ἐμπιστεύεται ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἐλπίδα της σὲ Αὐτὸν τὴν ἀναθέτει. Ὁ θεῖος ἔρωτας αὐτῆς τῆς ψυχῆς τὴν ἐξυψώνει πρὸς τὸν Θεὸ ὥστε μὲ Αὐτὸν νὰ συνομιλεῖ μέρα καὶ νύχτα.


Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἀλλοιωθεῖ κι ἔχει μεθύσει ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα τίποτα ἄλλο δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον παρὰ τὸ ἄκρο ἀγαθό, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς πάντες καὶ βλέπει τὰ πάντα πλέον γύρω τῆς μὲ δυσαρέσκεια.


Ἡ ἐρωτευμένη ψυχῇ μὲ τὸν Θεὸ μελέτη τῆς ἔχει τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ μόνη της κατοικία τὰ σκηνώματά Του. Ὅταν ἀνοίξει τὸ στόμα της δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν συζητᾷ μιλάει γιὰ τὴν δόξα καὶ τὴν μεγαλοπρέπειά Του. Ἀδιαλείπτως ἀναπέμπει δοξολογίες καὶ ὕμνους στὸ Θεὸ καὶ μὲ θεῖο πόθο Τὸν λατρεύει. 


Ἔτσι λοιπὸν ὁ θεῖος ἔρωτας μπορεῖ καὶ ἀλλάζει ὅλη τὴν ψυχὴ κάποιου, τὴν ἀσφαλίζει καὶ τὴν ἀλλάζει κατοικία.


Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἐρωτευθεῖ τὸν Θεὸ ἔχει γνωρίσει τὸ Θεῖο καὶ ἡ ἐπίγνωση αὐτὴ ἀνέφλεξε τὸν θεῖο ἔρωτά της. Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει ἀγαπηθεῖ ἐρωτικὰ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι εὐτυχισμένη διότι βρῆκε μπροστὰ τῆς τὸν Θεῖο Ἡγεμόνα ποὺ θὰ τὴν πλημμυρίσει μὲ ὅτι λαχταράει. Κάθε ὅμως ἐπιθυμία, κάθε σφοδρὴ λαχτάρα, κάθε προσφυγὴ ποὺ εἶναι ξένη στὴν θεία ἀγάπη, ἀποκρούεται ἀπ’ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ὡς μηδαμινὴ καὶ ἀνάξιά της.


Πόσο ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη, ποὺ ἐπαμείβεται ἀπὸ τὴν θεία ἀγάπη, ἐξυψώνει τὴν ἐρωτευμένη θεϊκὰ ψυχή! Αὐτὴ ἡ θεία ἀγάπη, ὡς ἐλαφρὺ σύννεφο ἀναλαμβάνει νὰ μεταφέρει τὴν ψυχὴ πρὸς τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τῆς ἀγάπης, πρὸς τὴν αἰώνια ἀγάπη καὶ τὴν πλημμυρίζει μὲ ἀπέραντο φῶς.


Ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει μεθύσει ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, πάντοτε χαίρεται καὶ ἀγάλλεται καὶ σκιρτᾷ καὶ χορεύει, διότι βρίσκεται ἐπαναπαυμένη στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου σὰν σὲ ὕδατα ἀναπαύσεως. Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θλιβερά του κόσμου δὲν μποροῦν νὰ διαταράξουν τὴν γαλήνη καὶ τὴν εἰρήνη της, οὔτε καὶ κάτι λυπηρὸ μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη της. 


Ἡ κάθε ἐρωτευμένη ψυχῇ τοῦ Θείου, ποὺ ἔχει ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐξέρχεται μὲ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις τοῦ σώματος καὶ ἀποχωρεῖ, λησμονώντας καὶ ὅτι ἔχει σχέση μὲ τὴν ἴδια, ἐξαιτίας τῆς τέλειας ἀφοσίωσης ποὺ ἔχει πρὸς τὸ Θεῖον.


Ἡ ἀνερμήνευτη γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης, τὴν μὲν καρδιὰ καταθέλγει καὶ κατακυριεύει, τὸν δὲ νοῦν ἑλκύει πρὸς τὸ Θεῖον ὥστε νὰ ἀπολαύσει τὸν Θεὸ μὲ ἀγαλλίαση.


Ὁ θεῖος ἔρωτας προηγεῖται τῆς πρὸς τὸν Θεὸ οἰκείωσης, καὶ ἡ γεύση τῆς πείνας.


Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγγίζεται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, δὲν μπορεῖ νὰ σκέπτεται τίποτα ἄλλο, οὔτε νὰ λαχταρᾷ κάτι, ἀλλὰ συνεχῶς στενάζει καὶ λέει:


«Κύριε λαχταρῶ, πότε θὰ ἔρθω σὲ Σένα τὸν Θεό μου, σὰν τὴν ἐλαφίνα ποὺ λαχταράει νὰ βρεθεῖ στὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων»!


Αὐτὸς εἶναι ὁ θεῖος ἔρωτας ποὺ κυριεύει τὴν ψυχή.


(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: Γνώθι σαυτόν. Κεφάλαιο Γ’, Περὶ Ἀγάπης, περὶ θείου ἔρωτος)





Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

“Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος κατά τά στάδια τῆς ἡλικιακῆς του ἀνάπτυξης”...



Ἐπί τῆς βρεφικῆς ἡλικίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀντικρύζει, ὁ ἐρευνητὴς, εἰκόνα, τὴν ὁποία οὐδὲν ἄλλο τῶν ἐπὶ γῆς δημιουργημάτων φέρει. Στὴν εἰκόνα αὐτὴ δὲν εὑρίσκει τὶς τραχεῖες καὶ σκιερὲς γραμμὲς τοῦ ζωώδους χαρακτῆρος. Εἰς αὐτὴν διαλάμπει ἡ σοφία, ἡ ἁρμονία, τὸ κάλλος, ἡ λεπτότης καὶ ἡ χάρις. Ἡ εἰκόνα ἐκφράζει διᾶ τῶν λεπτοτέρων γραμμῶν τὴν εὐγένεια - τὴν μυστικὴ αὐτὴ καὶ ξένη πρὸς τὴν φύση τῶν λοιπῶν ὄντων ἰδιότητα - ἡ ὁποῖα συνηρμοσμένη μὲ τὶς χάριτες τῆς ἐξαισίας, καλλιτεχνικῆς γραφίδος τοῦ θείου Καλλιτέχνου, διᾶ τῆς ὁποίας ἐφιλοτεχνήθη, παριστᾶ μᾶλλον ἄγγελο ἐπιδημήσαντα, ὅπως ἐξευγενίση τὴν δημιουργία, ἤ ζῶο προορισμένο, νὰ ζήση ὡς τὰ λοιπὰ καὶ νὰ ὑποκύψη εἰς τὴν αὐτὴν μοῖρα. Στὴν εἰκόνα αὐτὴ διαβλέπει τὴν ἀθανασία μᾶλλον ἤ τὸν θάνατο, τὸ πνεῦμα μᾶλλον ἤ τὴν ὕλη.

Ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀκολούθως εἶναι τὸ σημεῖο τῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ δυνάμει εἶναι εἰς τὸ ἐνέργεια εἶναι. Ἡ ἐκτύλιξη ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔξοδός του ἐκ τοῦ κόσμου τῆς ὕλης καὶ ἡ εἴσοδός του στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος. Τὸ γνωστικὸ αὐτοῦ ἔγινε κάτοχο μυρίων γνώσεων. Πᾶσα παράσταση ἐναπέλιπε τὰ ἴχνη τῆς διαβάσεώς της ἐπὶ τῆς ἁπαλῆς πλακὸς τοῦ νοός του. Ἐὰν μπορούσαμε, νὰ ἴδωμε τὴν πνευματικὴ κίνηση καὶ ἐνέργεια τοῦ νοὸς τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἤδη ψελλίζοντος, θὰ ἐξιστάμεθα γιὰ τὴν κίνηση καὶ γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐντυπώσεων καὶ γιὰ τὴν ὅλη λειτουργία τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ δυνάμεων. Ὁ ἄνθρωπος ζητεῖ, νὰ ἀποσπασθῆ τῆς ὕλης καὶ νὰ ἀνυψωθῆ στὴν τάξη τῶν πνευμάτων, πρὸς τὰ ὁποῖα ὁρμεμφύτως φέρεται. Στὴν παιδικὴ ἡλικία ἐμφανίζεται ἡ ἁρμονικὴ ἕνωση τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ὕλης, τὸ θαῦμα τῆς δημιουργίας. Εἶναι τὰ παιδιὰ ἀληθῶς “ἐν σώματι ἄγγελοι προωρισμένοι διὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν”.

Ἡ ἀνδρικὴ ἡλικία τὸν εἰσάγει στὸ μεγάλο στάδιο τῆς ζωῆς του, κατὰ τὸ ὁποῖο ἐκτυλίσσεται ὁ πνευματικός του βίος καὶ ἀναφαίνεται ὁ λόγος τῆς ἐμφανίσεώς του στὸν κόσμο. Ἡ ἡλικία αὐτὴ γεννᾶ τοὺς μεγάλους καὶ ἔνδοξους ἄνδρες, τοὺς ἥρωες. Αὐτὴ καλλωπίζει τοὺς αἰῶνες μὲ τὸ ἔκτακτο κάλλος τῶν ἀρετῶν. Τὸ κάλλος αὐτῆς ἐνεθουσίασε πάντοτε τὴν ἀνθρωπότητα. Εἰς αὐτὴν τὴν ἡλικία διαλάμπει τὸ πνεῦμα, ἡ εὐφυΐα, ἡ ὀξύνοια, ἡ ἀγχίνοια καὶ ἡ μεγαλοφυΐα. Τὸ γνωστικό, τὸ βουλητικὸ καὶ τὸ συναισθηματικὸ ἀναδεικνύονται πλήρη ἐκτάκτου καὶ ἀγνώστου στὸν ὑλικὸ κόσμο δράσεως. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀποβλέπει πρὸς τὸν μηχανισμὸ τοῦ σώματος, ἀλλὰ πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ πνεύματος, πείθεται ὅτι ἐντὸς τοῦ σώματός του ἐνοικεῖ μέγα καὶ ἀλλότριο πρὸς τὴν ὕλη πνεῦμα καὶ ξένη δύναμη περιπολεῖ. Τὴν ἡλικία αὐτὴ χαρακτηρίζει τὸ μεγαλοπρεπές, τὸ ὡραῖο, τὸ λαμπρό, τὸ ἡγεμονικὸ καὶ ἐν γένει τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τῶν ἀρετῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἀναδεικνύεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθῶς εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα Θεοῦ. Τὰ πάντα ὑπέταξεν ὁ Θεός "ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, πρόβατα καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης". Ἡ ἐξοχότης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ αἴτιο τῆς ὑποταγῆς καὶ ὑπηκοότητος τῶν θηρίων καὶ τῶν ζώων ἐν γένει. Ἡ ἐξοχότης του παρέχει εἰς αὐτὸν τὴν ἡγεμονία καὶ αὐτὴ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπο βασιλέα καὶ αὐτοκράτορα ὅλης τῆς κτίσεως. 

Στὴν γεροντικὴ ἡλικία διαφαίνεται ὁ ἐξαίσιος χαρακτήρας, ποὺ διαπλάσσουν τὰ παρερχόμενα ἔτη κατὰ τὸ μακρὺ τοῦ βίου στάδιο. Περικοσμεῖται ἐπὶ πλέον καὶ μὲ ἄλλα προσόντα. διαλάμπει εἰς αὐτὴν ἡ σοφία, ἡ βουλή, ἡ σύνεση, ἡ ὥριμη σκέψη. Ἡ ὅψη της ἐμπνέει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλάβεια.
Τὸ γῆρας, τὸ τελευταῖο στάδιο τοῦ ἐπιγείου βίου, εἶναι πλῆρες ἐφοδίων ἀνταξίων, ὄχι πρὸς ὄν ποὺ σβήνεται ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ χάνεται στὸν τάφο, ἀλλὰ πρὸς ὄν, ποὺ ἔχει ψυχὴ ἀθάνατον, ποὺ ἔχει τελειωθῆ ἐπὶ γῆς καὶ ἔχει προπαρασκευασθῆ γι' ἄλλη ζωή, ἄληκτο καὶ ἀτέρμονα. Ἰδιάζον μέλημα καὶ προσφιλὴς ἀσχολία αὺτῆς τῆς ἡλικίας εἶναι ἡ διηνεκὴς μέριμνα τῆς ἄλλης ζωῆς. Τὸ γῆρας ζητεῖ νέα ζωή. δὲν ἀνέχεται νὰ ἀπολεσθῆ τὸ ἐνοικοῦν καὶ ζωογονοῦν αὐτὸ πνεῦμα. Ἐπιποθεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποίαν, συναισθάνεται, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκλήθη νὰ ζήση, καὶ ἐργάζεται ἤδη ὑπὲρ τῆς μελλούσης ζωῆς. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ γέροντος στρέφονται πρὸς τὸν καλοῦντα Θεὸν καὶ ἔχει πεποίθηση, ὅτι πρὸς Αὐτὸν πορεύεται. Διὰ τοῦτο ἅκρα γαλήνη καὶ ἡρεμία βασιλεύουν στὴν καρδία του, ποὺ ἀντανακλοῦν ἐπὶ τοῦ ἱλαροῦ προσώπου του. Οὐδὲν δύναται νὰ μεταπείση αὐτόν, ὅτι ἡ ἐνδόμυχος πληροφορία, ποὺ λαμβάνει περὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἐξαπατᾶ ἡ ἀποπλανᾶ αὐτόν. Ὡς ἀθάνατος, θεωρεῖ τὸν θάνατο συνέκδημο καὶ ἀναγκαῖο συνοδοιπόρο γιὰ τὴν μέλλουσα ὁδοιπορία.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκ τοῦ κόσμου καὶ προσεγγίζων πρὸς τὸ τέρμα τοῦ βίου του ἔχει τὸ πλεονέκτημα, νὰ γνωρίζη περισσότερα περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς ἀπὸ οἱανδήποτε ἄλλην ἡλικία καὶ νὰ φέρει εἰκόνα, τὴν ὁποίαν εἰς οὐδὲν ἅλλο δημιούργημα μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντήση. Ἡ γεροντικὴ ἡλικία εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ ὄντος. Ἐκ τῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἐρεύνης τοῦ ἀνθρώπου συγκριτικῶς πρὸς τὸ ζῶο ἀποδεικνύεται μεταξὺ τούτων χάος καὶ ἡ ἀσύγκριτος τοῦ ἀνθρώπου ὑπεροχή. 

Ἁγίου Νεκταρίου Ἑπισκόπου Πενταπόλεως, "Ὑποτύπωσις περὶ ἀνθρώπου".